- λεπταίσθητος
- -η, -ο1. αυτός που έχει λεπτά αισθήματα2. αυτός που έχει οξεία αίσθηση τού καλού γούστου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + αισθητός (< αισθάνομαι). Η λ. μαρττυρείται από το 1886 στο περ. Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπταίσθητος — η, ο αυτός που χαρακτηρίζεται από λεπταισθησία: Αυτός ο ζωγράφος είναι λεπταίσθητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπταισθησία — η 1. το να έχει κάποιος λεπτά αισθήματα 2. το να έχει κανείς λεπτό γούστο, η οξεία αίσθηση τού καλού γούστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπταίσθητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek